- διονυσιάζομαι
- (Α διονυσιάζω)νεοελλ.κατέχομαι από διονυσιασμό, βακχεύωαρχ.1. εορτάζω τα Διονύσια2. περνώ τη ζωή διονυσιακά, με ξεφαντώματα, άσωτα3. (μτχ.) Διονυσιάζουσαιτίτλος έργου τού Τιμοκλέους.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.